ατράβηχτος

ατράβηχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε μετατοπίστηκε ή δεν μπορεί να μετατοπιστεί: Ήταν χειμώνας κι η βάρκα δεν έπρεπε να μείνει ατράβηχτη.
2. αυτός που δεν αντλήθηκε: Είχαν ατράβηχτα τα νερά που έμπαιναν στο καΐκι.
3. αυτός που δεν αποσύρθηκε: Είχε ακόμη πολλά χρήματα ατράβηχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατράβηχτος — η, ο 1. αυτός που δεν τραβήχτηκε ή δεν μπορεί να τραβηχτεί 2. που δεν σύρθηκε στην ξηρά, που δεν ανελκύστηκε 3. που δεν αντλήθηκε ή δεν καταναλώθηκε 4. (βάσανα) που δεν τράβηξε κάποιος, που δεν υπέφερε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”